ατελεύτητος

ατελεύτητος
-η, -ο (AM ἀτελεύτητος, -ον) [τελευτώ]
ο χωρίς τέλος, ο αιώνιος («ζωὴ ἀτελεύτητος»)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελής, ασυμπλήρωτος
2. ανεκπλήρωτος, ανεκτέλεστος
3. (για πρόσωπα) άκαμπτος, ασυμβίβαστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀτελεύτητος — not brought to an end masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατελεύτητος — η, ο επίρρ. α ο χωρίς τέλος, αιώνιος, απέραντος, αδιάκοπος: Έχουν αρχίσει στον ΟΗΕ ατελεύτητες συζητήσεις για το δίκαιο της θάλασσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀτελεύτητος — ἀτελεύτητος , ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελευτήτως — ἀτελεύτητος not brought to an end adverbial ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελεύτητον — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem acc sg ἀτελεύτητος not brought to an end neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελευτήτοιο — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελευτήτοις — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελευτήτου — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελευτήτους — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελευτήτων — ἀτελεύτητος not brought to an end masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”