- ατελεύτητος
- -η, -ο (AM ἀτελεύτητος, -ον) [τελευτώ]ο χωρίς τέλος, ο αιώνιος («ζωὴ ἀτελεύτητος»)αρχ.1. αυτός που δεν έχει περατωθεί, ατελής, ασυμπλήρωτος2. ανεκπλήρωτος, ανεκτέλεστος3. (για πρόσωπα) άκαμπτος, ασυμβίβαστος.
Dictionary of Greek. 2013.